υπόζωσμα

υπόζωσμα
τὸ, Α [ὑποζώννυμι]
1. ναυτ. το υπόζωμα
2. στον πληθ. τὰ ὑποζώσματα
τα εσώρουχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόζωσμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποζώσμασι — ὑπόζωσμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποζώσμασιν — ὑπόζωσμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόζωμα — το / ὑπόζωμα, ΝΑ [ὑποζώννυμι] 1. ζωολ. (στα έντομα) εντομή που διαχωρίζει τον θώρακα από την κοιλία 2. ναυτ. ζωστήρας από χοντρό σχοινί που περιβάλλει κατά μήκος το πλοίο και συγκρατεί τις σανίδες στον σκελετό του, αλλ. υπόζωσμα νεοελλ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”